Ἐπιστολή «πρός τούς ἐν Εὐρώπῃ διασωθέντας Κυπρίους».
Τιμή εκτίμησης: € 3.000 - 4.000 € 5.310Γραμμένη στίς σ. [3]-[10] τεύχους 6 φύλλων, 320 x 216 mm. (οἱ σ. [1]-[2] & [11]-[12] λευκές).
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
Ὁ συντάκτης της, σημαίνων Κύπριος πού ἀγωνιζόταν στήν Ἑλλάδα (τό πιθανότερο ὁ Νικόλαος Θησεύς), εἶχε ἀναθέσει στόν Ἔξαρχο Ἰωαννίκιο καί στόν Ἀρχιμανδρίτη Θεόφιλο νά μεταβοῦν στή Γερμανία καί νά συναντήσουν σπουδαῖο φιλέλληνα, στόν ὁποῖο θά παρέδιδαν ἐπιστολή καί θά τοῦ ζητοῦσαν συμβουλές γιά τό πῶς ἔπρεπε νά κινηθοῦν οἱ Κύπριοι προκειμένου νά ἀποκτήσουν τήν ἐλευθερία τους. Ἀντ’ αὐτοῦ πῆγαν στήν Ἀγγλία καί συμφώνησαν μέ τόν Μαυροβούνιο στρατηγό Wuitz (Vujic) νά ἡγηθεῖ ἐκστρατείας γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κύπρου. Ὁ ἐπιστολογράφος εἶχε πλήρη ἄγνοια αὐτοῦ τοῦ σχεδίου. Πληροφορήθηκε τά σχετικά ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἐκστρατεία τῆς Κορίνθου στό Ἄργος, βρῆκε ἐκεῖ τόν Θεόφιλο καί ἕναν ξένο ἀξιωματικό νά ὑποβάλλουν προτάσεις στό Βουλευτικό ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Wuitz. Ἐπέπληξε αὐστηρά τόν Θεόφιλο καί ἀπόφάσισε νά ταξιδέψει ὁ ἴδιος στήν Εὐρώπη γιά νά δεῖ τί πραγματικά συμβαίνει. Ὅταν μετά ἀπό πολύμηνη καθυστέρηση ἔφθασε στή Γαλλία, τά σχέδια τοῦ Wuitz εἶχαν ναυαγήσει. Στό Παρίσι ὅμως μαθαίνει ὅτι ὁ Ἰωαννίκιος βρίσκεται σέ συνεννόηση μέ τούς Ἰωαννίτες ἱππότες γιά νά ἀναλάβουν πρωτοβουλία γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ νησιοῦ. Οἱ Ἰωαννίτες καλοῦν τόν συντάκτη τῆς ἐπιστολῆς σέ συνέλευσή τους, ὅπου ἔκπληκτος ἀκούει ὅτι ὁ Ἰωαννίκιος τούς ἔχει παραχωρήσει τήν κυριαρχία («souveraineté») τῆς Κύπρου. Ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τίς διαπραγματεύσεις, πού τελικά ὁδηγοῦνται σέ ἀδιέξοδο ἐξαιτίας τῶν ἀπαιτήσεων καί τῆς ἀναξιοπιστίας τῶν ἱπποτῶν. Καλεῖ λοιπόν τούς συμπατριῶτες του νά ἀπομονώσουν τόν Ἰωαννίκιο, διότι θέτει πλέον σέ κίνδυνο τά συμφέροντα τῆς πατρίδας: «... Εἶχον ἔλθει ὡς ἔμαθον εἰς διχόνοιαν πρός ἀλλήλους [οἱ Ἰωαννίτες], καί ἐζήτησαν πάλιν νέας συνομιλίας μέ ἐμέ διά λόγου, ἀλλ’ἐπειδή καί λόγους παρ’ αὐτῶν δέν μοί ἔτυχε νά ἀκούσω, παρά λόγια, ἀπεποιήθην τό πρᾶγμα, εἰπών καί τοῦ Ἁγίου ἐξάρχου νά τραβιχθῇ ἀπό τήν φατρίαν αὐτῶν, ἄν θέλῃ νά εἶναι σύμφωνος μεθ’ ἡμῶν. Ἀλλά μέ βαθυτάτην λύπην ψυχῆς εὑρίσκομαι βιασμένος νά τό εἴπω, ὅτι ὁ Ἅγιος ἔξαρχος δέν ἠθέλησε νά ἀκούσῃ οὐδένα λόγον. Τόν ἔκραξα πολλάκις εἰς ἐμέ, καί ἀπῆλθον τοσάκις ἐγώ πρός αὐτόν, διά νά τῷ εἴπω ὅσα καί ὅτι ἀνήρ ἀφιερωμένος εἰς τήν πατρίδα ἐδύνατο νά φαντασθῇ καί νά ἐκφράσῃ. Τόν ἐξώρκισα εἰς τά ἱερά χρέη πίστεως καί Πατρίδος. Τόν παρέστησα τάς συμφοράς αἱ ὁποῖαι ἐμποροῦν νά ἀκολουθήσουν ἀπό ἕνα ἀνόητον κίνημα, τήν ἀτιμίαν ὁποῦ μᾶς ἐπροξένει εἰς τόν κόσμον, καί τόν κίνδυνον τῆς μετά τῶν ὁμογενῶν μας διχονοίας καί μίσους. Ἀλλ’ ὁ ἔξαρχος εἰς τά ὅσα ἀπό τρυφερᾶς καρδίας μου τόν ἔλεγον, παρετήρησα, κατά δυστυχίαν, ὅτι ὄχι δέν ἐδύνατο, ἀλλ’ ὅτι δέν ἤθελε νά τά καταλάβῃ, οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι. Ὁ ἔξαρχος, ἀξιωματικός ὤν τοῦ Ἀοιδίμου ἱερομάρτυρος Ποιμενάρχου μας, ἠγαπημένος τοῦ ἀοιδίμου Πατρός μου, οἰκιακός
μου φίλος, καί πρό πάντων συμπατριώτης μου, ὁσάκις τόν ἔβλεπα, μοί ἐκαίετο ἡ καρδία, καί ἐζήτουν ἐπί θεῷ μάρτυρι, εἰς ὅτι μοί ἦτον συγχωρημένον, νά τόν ἐξοικονομίσω διά νά μή θεατρίζεται εἰς τόν κόσμον ἕνας συμπατριώτης μας, καί μάλιστα τοῦ ἱεροῦ τάγματος, ὅτι ἔπραξε τοσαῦτα ἄτοπα καί παράλογα, ἄν ἤρχετο εἰς μεταμέλειαν. Ἀλλ’ αὐτός Ἀδελφοί, (τό γράφω μέ καταφλεγομένην καρδίαν) οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι. Ἐσχετίσθη καθ’ ὅλα τοῖς ἀλλοφύλοις, ἐπιμένων εἰς τήν προτέραν του πλάνην, καί σύμφωνος μέ αὐτούς ζητοῦν παντοίοις τρόποις νά παρασύρουν καί ἄλλους, ἀφ’οὗ ἀπέτυχον νά δυσωπίσουν ἐμέ. Διά τοῦτο, λοιπόν, βιάζομαι ἀπό τά πρός τήν Πατρίδα ἱερά χρέη, γενικά τε καί τοπικά, διά νά δηλοποιήσω ταῦτα πάντα πρός ἀποφυγήν πάσης ἀπάτης, καί ἐν ταὐτῷ νά κηρύξω διά τοῦ παρόντος, δυνάμει τῆς ἀδείας ἥτις μοί ἐδόθη ἀπό ὅπου ἀνήκει, ὅτι ὅσα ἐπραγματεύθη καί πραγματεύεται περί Κύπρου ὁ Κύριος Ἰωαννίκιος πρώην ἔξαρχος, εἶνε ἔξω τοῦ ὀρθοῦ λόγου, καί κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά πραγματεύεται διά γενικάς ὑποθέσεις, οἵου δήποτε τόπου, ἀνίσως πρῶτον δέν ἔχει ἀποδείξεις, ὅτι ἐγνωρίσθη ἀπό τό γένος, καί καθ’ ὅσον δύναται νά τοῦ συγχωρισθῇ. Ἐπειδή οἱ Κύπριοι ὄντες Ἕλληνες, καί κατά τό ἔθνος καί κατά τήν θρησκείαν, κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἀντιπράττῃ τοῖς μετά τοῦ γένους συνεργαζομένοις, διά νά ζητᾷ ἀσεβῶς ἵνα τούς ἀποκόψῃ τοῦ ὅλου, καί νά τούς κρημνίσῃ τῆς ἐθνικῆς των ἀξίας. Τοσούτῳ μᾶλλον, ὅτι καί τά δικαιώματα τῆς μετά τῶν λοιπῶν Ἑλλήνων ἑνώσεώς μας ἀνεκαινήσθησαν καί ἐπικυρώθησαν ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ ἀγῶνι, μέ τό ἄχραντον αἷμα τοσούτων ἱερῶν νέων μαρτύρων Κυπρίων καί διά τό ὁποῖον τό γένος ὡρκίσθη καί ἐλπίζει νά λάβῃ ἐκδίκησιν. Καί ἡ Σεβαστή τῶν Ἑλλήνων Διοίκησις δεχθεῖσα μέ τήν πλέον μεγάλην εὐμένειαν τάς ἀναφοράς ὅπου τῆς ἐπαῤῥησιάσθησαν ὑπέρ τῆς Κύπρου, ὑπεσχέθη μετά θερμοῦ ζήλου τήν ἐν καιρῷ δέοντι μητρικήν προστασίαν της ὑπέρ τῶν ἐπαλλογῶν [ἐπιλογῶν;] αὐτῆς, ἐτίμησε εἰς διάφορα ὑπουργήματα ὅσους τῶν Κυπρίων ἐφάνησαν ζηλωταί, καί διά τοῦ ἀνήκοντος ὑπουργείου ἐσύστησεν τόν ἀντιπρόσωπον ἤ ἐπίτροπον αὐτῶν...».