Συνέντευξη με ένα μοντέλο: Η Ελένη αφηγείται το έργο του Χρόνη
Γράφει ο Γιώργος Μυλωνάς
Πηγή: Liberal
Η φωνή της στον κόσμο δεν είναι γνωστή, ωστόσο η φιγούρα της στη νεότερη ελληνική τέχνη έχει πια σφραγιστεί. Η Ελένη, σύντροφος ζωής του Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022), υπήρξε για περισσότερο από μισό αιώνα το πιο ζωγραφισμένο και μεταφερμένο μοντέλο σε όλα τα μέσα – ζωγραφική, χαρακτική και γλυπτική – που μεταχειρίστηκε ο σπουδαίος εικαστικός δάσκαλος.
Ζωγραφισμένη στο ατελιέ, καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα ή στο παλιό ελαιοτριβείο, μόνη ή τεχνηέντως φερμένη δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, έγκυος στα παιδιά τους ή ελεύθερη να πίνει τον καφέ της, νέα και πιο μεγάλη στα χρόνια, η Ελένη απαθανατίστηκε σε όλες τις πόζες που σκέφτηκε ο ζωγράφος. Στο λεύκωμα που του αφιέρωσε το ΕΜΣΤ στην αναδρομική του 2010, μετρώ 22 πορτρέτα της – τα περισσότερα από οποιονδήποτε – ενώ στην Άνδρο φέτος η παρουσία της κυριαρχεί στην έκθεση που οργάνωσε το ίδρυμα Γουλανδρή για τον Μπότσογλου.
Χρόνης Μπότσογλου, «Ελένη» (1964), γκουάς σε χαρτί
Η απογευματινή συνάντηση ορίστηκε στο σπίτι τους στου Γκύζη, όπου ο ζωγράφος είχε το εργαστήρι του στον πρώτο όροφο. Στην Ελένη Σακαντάνη δεν αρέσει να πολυμιλά, μετρημένες κουβέντες, προσεκτικά διαλεγμένες, μήπως και κάνει λάθος σε χρονολογίες και μέρη. Πώς να βάλεις εξάλλου σε σειρά αναρίθμητα πορτρέτα, με την τυπική και λιγότερο τυπική έννοια του όρου, από τα χρόνια της σπουδής, κατόπιν έξω στο Παρίσι και πίσω στην Ελλάδα, μια ζωή και ένα πρόσωπο επάνω στο οποίο ο Μπότσογλου πορεύτηκε τόσο γόνιμα, αφήνοντας σπουδαία ζωγραφική κληρονομιά.
«Δεν ήμουν το πρώτο μοντέλο του Χρόνη» με διορθώνει βάζοντας τα πράγματα σε σειρά. «Τα πρώτα μοντέλα ήταν η οικογένειά του, η μάνα, ο πατέρας και η φοβερή γιαγιά του (την οποία απεικονίζει και στην εμβληματική Νέκυια). Ο Χρόνης άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί, όχι με τον τρόπο που συνήθως ξέρουμε. Θέλω να πω, έβγαζε χρήματα από τη ζωγραφική. Στη Θεσσαλονίκη ξεχώρισε προτού τελειώσει το σχολείο, καθώς ζωγράφιζε μέλη των διπλωματικών οικογενειών, τα πορτρέτα σε γυναίκες και παιδιά των διπλωματών που ζούσαν στην πόλη και πληρωνόταν γι’ αυτά. Δεν έχω δει κανένα από τα έργα αυτά κι αγνοούμε την τύχη τους.
Όταν ήρθε στην Αθήνα, έμεινε στην αρχή σε κάτι συγγενείς και κατόπιν στο φροντιστήριο του Σαραφιανού γιατί δεν είχε καθόλου χρήματα. Με τον Χρόνη γνωριστήκαμε στα γενέθλια της Μάγιας Βαλαβανίδη (μου δείχνει την αυτοπροσωπογραφία της που έχει κεντρική θέση στο σπίτι). Αλλά ναι, στα περισσότερα από τα πορτρέτα που έχει δημιουργήσει, εμφανίζομαι εγώ».
Χρόνης Μπότσογλου, «Μόδα» (1968), λάδι σε μουσαμά
Ο ίδιος ο Μπότσογλου έχει πει πως «σ’ όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα να ζωγραφίζω ανθρώπους, ίσως γιατί με ενδιέφερε να καταλάβω την απρόβλεπτη συμπεριφορά τους, δηλαδή τη δική μου συμπεριφορά». Ο τρόπος του την ώρα της ζωγραφικής έμοιαζε τουλάχιστον απρόβλεπτος στα μάτια του μοντέλου. Όποιος έχει δει την ταινία του Φρέντυ Βιανέλλη με πλάνα από το ατελιέ το μακρινό 1982 (Ήμουν κι εγώ εκεί και με φίλεψαν ένα πιάτο με φακή, 2021), με δυσκολία ξεχνά τη «μεταμόρφωση» του ζωγράφου.
Κι ο Γιώργος Ρόρρης στο ντοκιμαντέρ της Κατερίνας Πατρώνη (Ο τρίτος Τάκης, 2008) ξεχνά την κάμερα και φανερώνεται σε μια μέθεξη με το μοντέλο του, όμως ο Μπότσογλου κυριολεκτικά αποκαλύπτεται ως ένα «ηφαίστειο», με γουρλωμένα μάτια, νευρώδεις κινήσεις, τινάγματα στα χέρια και στο κεφάλι, με κάθε πόρο του σώματος να συμμετέχει σε μια εκστατική λειτουργία μπροστά στο καβαλέτο.
«Νομίζετε ότι ο Χρόνης είναι ο καλοσυνάτος και ήρεμος άνθρωπος που βλέπετε, σαν ζωγράφος όμως είναι λίγο άγριος» με είχε προϊδεάσει παλιότερα στο εργαστήριο του Γκύζη, ο φίλος και ομότεχνος από τα χρόνια της σχολής, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος.
Σχέδιο με μολύβι (1994) του Χρόνη Μπότσογλου
«Από πολύ νέος ήταν επιθετικός απέναντι στο έργο» θυμάται η σύζυγός του Ελένη. Αν δεν του άρεσε, αμέσως το χτυπούσε, το έσκιζε με μανία. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν από τους ζωγράφους που λένε ''κάτσε ακίνητος''. Έδινε δηλαδή την ελευθερία στο μοντέλο του να κινηθεί, να ξεκουράσει την έκφραση, ακόμη και να σηκωθεί. Δεν ήθελε το μοντέλο ''μαρμαρωμένο''. Θυμάμαι μια φορά που η κόρη μας Ελίζα ήταν πάρα πολύ μικρή και ο Χρόνης με ζωγράφιζε στο ατελιέ. Το παιδί βεβαίως ήθελε τη μαμά του και όταν τον είδε, τρόμαξε τόσο που άρχισε να κλαίει. Ο Χρόνης βεβαίως δεν είχε επιτεθεί σε εμένα, αλλά στο έργο!
Πολλοί από αυτούς που του έχουν ποζάρει, είτε επί πληρωμή, είτε επειδή τους το είχε ζητήσει ο Χρόνης, ξαφνιάζονταν – για να μην πω τρόμαζαν. Δεν θα ξεχάσω την περίπτωση του Ηλία Πετρόπουλου, προτού φύγουμε για το Παρίσι που ερχόταν και ξαναρχόταν στο ατελιέ. Την περίοδο εκείνη, ίσως, αντιμετώπιζε ένα θέμα υγείας, γιατί έβγαζε όλη την ημέρα με ένα λάχανο. Φαντάσου λοιπόν σε τι κατάσταση βρισκόταν.
Μια μέρα κι ενώ το έργο είχε προχωρήσει πολύ, είδε τον Χρόνη μαινόμενο να το σκεπάζει και να το καταστρέφει. ''Τι κάνεις βρε Χρόνη!'' αναφώνησε με απελπισία. Επίσης, άλλαζε η ιδέα του έργου. Με είχε ζωγραφίσει με μια κόκκινη ρόμπα, όταν ήμασταν νιόπαντροι. Τότε έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε όλη την Αθήνα κι όταν γύριζα σπίτι, μπορεί να είχε αλλάξει χρώμα στο ρούχο.
Ο Χρόνης ήταν εμμονικός με την έννοια της «επιστροφής» στο έργο και πολυμορφικός, καθώς προσπαθούσε να πιάσει την έκφραση, το ήθος του απεικονιζόμενου από κάθε άποψη. Όμως, αν δεν είχε πετύχει το έργο, δεν είχε κανένα δισταγμό να το καταστρέψει».
Χρόνης Μπότσογλου, «Η Ελένη το καλοκαίρι του 2000» (σελίδα από τα ζωγραφικά ημερολόγια)
Με αστραφτερή σαφήνεια γράφει ο Μπότσογλου σε ένα κείμενο με τίτλο «ο ζωγράφος και το μοντέλο», το 1991: «Αυτός ο άνθρωπος (το μοντέλο) έχει κυριεύσει ένα χώρο μέσα μου… για να καταλάβει αυτόν το χώρο έγινε βίαιη εισβολή. Ανέτρεψε ισορροπίες, δημιούργησε επιθυμίες και αντιστάσεις. Αυτή η παρουσία του μοντέλου μου! Αυτή μου ανήκει. Αυτήν πρέπει να γίνω άξιος να μεταφέρω στη ζωγραφιά μου… το μυστήριο της παρουσίας του που με σπρώχνει προς το ονειροπόλημα. Οι αισθήσεις μου συναισθάνονται και δεν διασπώμαι. Μια ολότητα μέσα στο τυχαίο, το αποσπασματικό, το μεταβλητό και το όμορφο, που κατακτά μια στιγμή αιωνιότητας».
Χρόνης Μπότσογλου, «Η Έγκυος» (1981), λάδι σε καμβά. Συλλογή Χρίστου Χριστοφή
«Όταν ήρθαν τα παιδιά κι εργαζόμουν παράλληλα, το πρόγραμμα ρυθμιζόταν από τις υποχρεώσεις. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου τον Χρόνη να δουλεύει το πορτρέτο μόνος του. Επανερχόταν συνεχώς, εκτός από τις ακουαρέλες. Μόνο όταν πήγε στην Κίνα, γοητεύτηκε από ένα ειδικό χαρτί όπου είχε τη δυνατότητα να ξυθεί και να ξαναζωγραφιστεί. Αυτό, λοιπόν, του άρεσε πάρα πολύ και πήρε αρκετό μαζί του».
«Στο σπίτι, η ζωή του ήταν μόνο η ζωγραφική;» ρωτώ με δισταγμό. «Καθόλου, ο Χρόνης μαγείρευε καταπληκτικά» μου απαντά και συμπληρώνει: «δεν ήταν ακοινώνητος, αλλά σχεδίαζε συνεχώς, όπου μπορούσε».
Αυτό είναι κάτι που γνωρίζω καλά. Είχα δει τα ζωγραφικά του ημερολόγια, με προσωπικές σημειώσεις και πρωτόλειες ιδέες ως αυτόνομες δημιουργίες και, πρώτη φορά, δείξαμε κάποια από αυτά στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου («Μνήμη ζωγραφική», 2018). Ταξίδια ζωγραφικά επάνω στο καράβι για Μυτιλήνη και σκέψεις από τη θερινή ραστώνη. «Και στις ατελείωτες συνεδριάσεις της Σχολής, έκανε πολλά τέτοια σχέδια, τα οποία τα χάριζε. Γενικά, ήταν γενναιόδωρος με τα έργα του» συμπληρώνει η Ελένη Σακαντάνη.
Υπήρξε κάποιο έργο του που δεν άρεσε; «Ο Χρόνης είχε αποπειραθεί να εικονογραφήσει ποιήματα του Σεφέρη και τα είχε δώσει στον δάσκαλό του τον Μόραλη προκειμένου να του τα δείξει. Ο Σεφέρης, όμως, τα είχε απορρίψει λέγοντας πως «η ποίηση δεν εικονογραφείται».
Τον Χρόνη τον πλήγωσε αυτό, αλλά ήταν πολύ νέος τότε. Και βέβαια, ποτέ δεν έπαψε να θαυμάζει τον Σεφέρη. Αυτή η δουλειά έγινε προτού φύγουμε για το Παρίσι και δεν ξέρω τι απέγινε». Βεβαίως, ο ποιητής δεν προσπάθησε ευγενώς να δικαιολογηθεί στον ζωγράφο, καθώς είχε γράψει: «Σπάνια μου πέτυχαν τα ζευγαρώματα των τεχνών. Ήταν πάντα για μένα κάτι σαν δυο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, άκουσα με πολύ δισταγμό την ιδέα του Ίκαρου να ζητήσει από το Γιάννη Μόραλη να εικονογραφήσει τα ποιήματά μου. Ωστόσο όταν, ύστερα από αρκετούς μήνες, ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δυο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ’ ένα πράσινο λιβάδι» [Δοκιµές, τ. Γ΄, Αθήνα 2000, σ. 174-175].
Ανάμεσα στα πολλά, «δικά» σας έργα, ξεχωρίζετε κάποιο; «Ένα πορτρέτο που είμαι έγκυος με ένα φόρεμα εγκυμοσύνης, κάπως παρδαλό, το οποίο κατόπιν το άλλαξε.. Το έργο αυτό έγινε το 1972, στο σπίτι της Άννας Λαμπράκη. Μας φιλοξένησε εκεί όλο το καλοκαίρι, γιατί στη Cité που μέναμε, δεν υπήρχε ασανσέρ. Του έλεγα πως αν κάποτε κοιτάξουν τι υπάρχει από κάτω, θα ανακαλύψουν δύο και τρία έργα. Άλλαζε όραμα, επιθυμίες, δεν είχε πρόβλημα να παρέμβει στο έργο και να το αλλάξει».
Χρόνης Μπότσογλου, «Έγκυος» (1972), τέμπερα σε χαρτί. Συλλογή του καλλιτέχνη
Την Ελένη επιβεβαιώνει ο Χρόνης πάλι στο σημείωμά του, καθώς εξηγεί: «χαμένος στο χάος των εκδοχών, είναι αδύνατο να επιλέξω. Γι’ αυτό, το πρώτο ίχνος που χαράσσεται (στην άσπιλη επιφάνεια) είναι τυχαίο και δεν αναφέρεται ούτε στο μοντέλο ούτε στο τελάρο ούτε σ’ εμένα. Έτσι, η επόμενη κίνησή μου είναι να το εξαφανίσω. Αλλά σε μια ζωγραφιά τίποτε δεν σβήνει. Όλες οι γραμμές, οι χειρονομίες, τα σβησίματα, οι επικαλύψεις συνυπάρχουν και ορίζουν τη διάσταση του χρόνου, την αντίληψη του χώρου, το πεδίο των αισθήσεων, και η ζωγραφιά ένα παλίμψηστο είναι, όπου η πρώτη γραφή υπάρχει μαζί με την τελευταία».
Χρόνης Μπότσογλου, «Ελένη ΙΧ» (2009), ακουαρέλα σε χαρτί. Συλλογή Σωτήρη Φέλιου
Υπήρξε ποτέ στιγμή που μετάνιωσε την επιστροφή σας στην Ελλάδα; «Εγώ ήθελα να μείνουμε στη Γαλλία, είχα κάνει σπουδές εκεί, νομίζω ζούσαμε καλά, αλλά ο Χρόνης αισθανόταν ξένος. Ήθελε να δουλέψει στην Ελλάδα και τον θυμάμαι να λέει χαρακτηριστικά: ''Δες πώς είναι τα χρώματα των Γάλλων. Αν δεν γυρίσω, θα αλλάξει η παλέτα μου, τα χρώματα θα γίνουν διαφορετικά. Χρειάζομαι το ελληνικό φως''». Και τα έργα του; Τα κουβεντιάζατε; «Ναι, αλλά ποτέ δεν του έκανα παρατηρήσεις. Άλλωστε, δεν ήταν αυτή η δουλειά μου».
Ο Μπότσογλου ήταν φτιαγμένος από τα υλικά του – και από το ελληνικό φως. Θυμάμαι στο τέλος, όταν δεν ζωγράφιζε, έφτιαχνε σκαριφήματα από κόλλες, χρησιμοποιημένα σωληνάρια, όλα τα υλικά της τέχνης του γίνονταν μικρογλυπτά που μας χάριζε. Κι ο χρόνος κράτησε ανέπαφη αυτήν την πτυχή του Μπότσογλου: «Παρέμεινε εκρηκτικός ως το τέλος της ζωγραφικής του. Ακόμη και μεγάλος στα χρόνια, έπεφτε μπρούμητα και ζωγράφιζε. Μπορεί να έστηνε το έργο στο καβαλέτο, αλλά όποτε κουραζόταν, του ήταν εύκολο να ζωγραφίζει στο πάτωμα» λέει το μοντέλο του.
Ο Χρόνης Μπότσογλου στο εργαστήριο μπροστά από την αυτοπροσωπογραφία του @ Γιώργος Μυλωνάς
Η στάση του Μπότσογλου προς το μοντέλο ήταν επιθετική. Απαιτούσε να το εξουσιάσει, να το διαλύσει και να το ανασυνθέσει στη ζωγραφική επιφάνεια, παραμορφώνοντάς το επάνω στη σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Μια φορά μόνο στάθηκε επιεικής σε μια σπουδαστική του αυτοπροσωπογραφία, που κρατούσε ως το τέλος. Από τα νεύρα του για το αποτέλεσμα, έριξε μια γερή κλωτσιά, σκίζοντας τον καμβά στο ύψος του αυτιού. Παρ’ όλα αυτά το έργο το κράτησε και επάνω στη σχισμή έσταξε λίγο κόκκινο, σαν αίμα. Στο περιθώριο του έργου μπορούσες πάλι να βρεις το μοντέλο του στην ένδειξη: «ΕΛΕΝΗ ΣΑΓΑΠΩ»
Γεννημένος το 1941 στη Θεσσαλονίκη, ο Χρόνης Μπότσογλου μετά το Γυμνάσιο, είχε λαμπρές σπουδές, αρχικά στην ΑΣΚΤ (1960–1965) κοντά στον Γιάννη Μόραλη και στη συνέχεια στην École Supérieure des Beaux Arts του Παρισιού (1970-1971). Το 1989 εξελέγη Καθηγητής ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ, στην οποία διετέλεσε και Πρύτανης (2001–2006). Μια μορφή ιδιαιτέρως αγαπητή στις νεότερες γενιές των καλλιτεχνών μας. Είχε λάβει μέρος σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων, πολλές από τις οποίες στάθηκαν εκθέσεις αναφοράς στην εγχώρια εικαστική σκηνή. Έφυγε τον Μάρτιο του 2022.
Γράφει ο Γιώργος Μυλωνάς
Πηγή: Liberal