Η ανανεωτική ζωγραφική όραση του Σπύρου Παπαλουκά
Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Ο Παπαλουκάς γεννήθηκε το 1892 στη Δεσφίνα Παρνασσίδας. Διδάχθηκε αρχικά την τέχνη της αγιογραφίας κοντά στον τοπικό αγιογράφο Νίκο Παπακωνσταντίνο με τον οποίο συνεργάστηκε.
Το 1909 έγινε δεκτός στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοίτησε με κύριο δάσκαλο του τον Σπύρο Βικάτο. Στη διάρκεια των σπουδών του έλαβε πολλά βραβεία και από το 1916 που αποφοίτησε συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Το 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό, ως επίσημος εικονογράφος μαζί με τον Περικλή Βυζάντιο και τον Παύλο Ροδοκανάκη, της Μικρασιατικής εκστρατείας. Τα έργα του όμως αν και εκτέθηκαν στο Ζάππειο το 1922 χάθηκαν την ίδια χρονιά στην καταστροφή της Σμύρνης, με το τραίνο που τα μετέφεραν εκεί.
Σπύρος Παπαλουκάς 1892-1957
Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Τον Νοέμβριο του 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, με τον φίλο του Στρατή Δούκα και έμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1924. Στην μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Αθωνικής Πολιτείας εμπνεύστηκε ζωγραφίζοντας το τοπίο, με τις μονές και τα λιμάνια τους.
Μελέτησε σε βάθος τους τρόπους της βυζαντινής ζωγραφικής και ασκήθηκε κάνοντας αντίγραφα από πολλά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα σύνολο αυτής της σειράς έργων του εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε αίθουσα του Λευκού Πύργου.
Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, που φιλοτέχνησε πολλές τοπιογραφίες. Το 1925 έγινε καθηγητής ελεύθερου και διακοσμητικού σχεδίου στη Βιοτεχνική Σχολή. Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας, με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής που την αποτελούσαν οι διαπρεπείς Αναστάσιος Ορλάνδος, Δημήτρης Πικιώνης, Αριστοτέλης Ζάχος και Κωνσταντίνος Παρθένης.
Το 1932 ολοκλήρωσε την εντυπωσιακή εικονογράφηση του ναού. Κατά την δεκαετία 1930–1936 εξέθεσε έργα του με την Ομάδα «Τέχνη» της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών.
Δίδαξε στη Σιβιτανίδειο Σχολή και σχεδίασε σκηνικά για το Εθνικό Θέατρο και τον Θίασο της Κοτοπούλη. Επιμελήθηκε προσόψεις κτιρίων, όπως η μπλέ πολυκατοικία στα Εξάρχεια και διακόσμησε τη μονή Μεγάλου Σπηλαίου στην Κρήτη και το Αρχαιολογικό Μουσείου Ηρακλείου. Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος χωροταξίας του Δήμου Αθηναίων και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών. Από το 1943 έως το 1951 δίδαξε μαθήματα ελεύθερου σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.
Το 1948 βραβεύεται στην Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεση και συμμετείχε σε ομαδικές ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό. Το 1956 εκλέχθηκε Καθηγητής της ΑΣΚΤ. Δίδαξε στο εργαστήριο ζωγραφικής μόνο ένα χρόνο, μέχρι το 1957 που πέθανε στην Αθήνα.
Σπύρος Παπαλουκάς, Λιμάνι στο Αγιο Όρος, 1935
Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του το 1976. Είχα επισκεφθεί αρκετές φορές την μεγάλη αυτή έκθεση ανακαλύπτοντας κάθε φορά και κάτι νέο. Μια ιδιότυπη θαλασσογραφία του μάλιστα θύμιζε εκλεκτικές συγγένειες με έργα του εξπρεσιονιστή Νόλντε. Με ανάλογη έκθεση τον τίμησε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το 1982.
Ακολούθησαν εκθέσεις και εκδόσεις με ενότητες της πολλαπλής δημιουργικής του κατάθεσης. Το 2006, η κόρη του Ασημίνα Παπαλουκά, δώρισε το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη. Η Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων τίμησε τον Παπαλουκά το 2018, με την έκθεση “Τέχνη και Εποχή. Η συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων μέσα από τα μάτια του Σπύρου Παπαλουκά”.
Σπύρος Παπαλουκάς, Μονή στο Άγιο Όρος, 1932-35
Η περίπτωση του Παπαλουκά είναι καθοριστική σε πολλά επίπεδα. Με βαθιά περισυλλογή και προσήλωσή ερευνά τους βυζαντινούς θησαυρούς και αντλεί από εκεί βασικές και διαχρονικές πληροφορίες.
Σε αντίθεση με τον φίλο του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος επιχειρεί την φανατική αντιγραφική αναβίωση μορφών άλλων εποχών, που κατά τον Καντίνσκυ δεν μπορεί παρά να είναι νεκρές, αφού κάθε έργο τέχνης είναι παιδί της εποχής του. Ο Παπαλουκάς όταν αποκαλύπτει την βυζαντινή παράδοση την αξιοποιεί με στοχασμό και αφομοιωτική εργατικότητα, φέρνοντας μια Άνοιξη στην τέχνη, κατά την έκφραση του φίλου του Στρατή Δούκα.
Από τα σύγχρονα ρεύματα επιλέγει τα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην προσωπική αναζήτησή του. Από τον Σεζάν διδάσκεται την δομή και την πειθαρχία της σύνθεσης. Από τον Γκωγκέν ενθαρρύνεται να διατηρήσει την συχνά διακοσμητική χρήση της γραμμής, να υψώσει τον ορίζοντα μέχρι τα όρια της ζωγραφικής επιφάνειας και να τολμήσει ζωηρές συζυγίες και ενορχηστρώσεις συμπληρωματικών τόνων με φωβιστικά περιβλήματα.
Δούλευε μόνο με τρία συμπληρωματικά χρώματα: κίτρινο, κόκκινο, μπλε, μαζί βέβαια με το λευκό. Χρησιμοποιούσε στην τεχνική του τρεις βασικές κλίμακες χρωμάτων: την νεοεμπρεσιονιστική για το ύπαιθρο, την ελαφριά βυζαντινή και τη βαριά βυζαντινή τις μορφές. Με αυτή την προσωπική του μέθοδο και τον διαιρετισμό του χρώματος – ντιβιζιονισμό – απέδωσε με λιτότητα το χρώμα και το φως του τοπίου, την ευμετάβλητη διαύγεια της ατμόσφαιρας. Με έξοχο σχέδιο αναπαριστά με γραμμές και φωτεινές τονικότητες τις μορφές του και δόμησε οργανικά τις συνθέσεις στο περιβάλλον.
Σπύρος Παπαλουκάς, Αγόρι, Συλλογή Εθν. Πινακοθήκης
Η αφοσίωση του Σπύρου Παπαλουκά στο δίπολο φύση και τέχνη όρισε και το αισθητικό αποτέλεσμα της τέχνης του: “Γιατί αν η φύση είναι το θαύμα του θεού, η τέχνη είναι το θαύμα του ανθρώπου”, δήλωνε χαρακτηριστικά. Η επίδραση της δημιουργίας και της διδασκαλίας του στους σύγχρονούς και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν θεμελιακή και χρήσιμη, αφού με την αισθητική του έρευνα και την διαχρονική σύζευξη των μοτίβων κατέδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες.
Μαζί με τον Μαλέα, τον Παρθένη, τον Στέρη, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Εγγονόπουλο, τον Κοντόπουλο και τον Σπυρόπουλο, ανανέωσε το παραδοσιακό κατεστημένο και όπως αναφέρει ο αισθητικός της τέχνης Τώνης Σπητέρης «Η εξαιρετική ποιότητα της δουλειάς του κατατάσσει τον Παπαλουκά ανάμεσα στου μεγάλους της εποχής του».
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.
Πηγή: ARTVIEWS