Η γιορτή του Μποκόρου και η χειρωναξία της ζωγραφικής
Γράφει ο Γιώργος Μυλωνάς
Πηγή: HUFFPOST
Στο Μπενάκη της Κουμπάρη έχει στρωθεί ένα ιδιότυπο γιορτινό τραπέζι με οικοδεσπότη τον Χρήστο Μποκόρο. Δεν μας προσφέρει ιστορική ζωγραφική, ούτε επετειακή εικονογραφία. Ο χαρακτήρας της γιορτής υπερβαίνει τη δυναμική του ιστορικού γεγονότος των διακοσίων χρόνων από την εθνεγερσία του ’21.Η πρόσκληση ισχύει για λίγες ακόμα μέρες προτού ρίξει οριστικά αυλαία, στις 10 Οκτωβρίου.
Σε ένα άλλο τραπέζι, στο Καφέ του Μουσείου, συζητάμε με τον ζωγράφο και τον Μάνο Δημητρακόπουλο (Διευθυντή της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού και έναν εκ των επιμελητών της έκθεσης) για το ποιους αφορά αυτή η πρόσκληση και τι να περιμένουν οι καλεσμένοι.
CHRISTOS SIMATOSΟ Χρήστος Μποκόρος με τον Φίλιππο Κουτσαφτή επιβλέπουν τον φωτισμό των έργων
CHRISTOS SIMATOSΟ Μάνος Δημητρακόπουλος στο στήσιμο της έκθεσης
Θέλω να ξεκινήσω την κουβέντα ανάποδα, με σας κ. Δημητρακόπουλε. Γνωρίζεστε χρόνια με τον Χρήστο Μποκόρο. Τι πρωτοείδατε στην τέχνη του και τι ενδεχομένως, σας εξέπληξε με αυτήν την έκθεση;
Μάνος Δημητρακόπουλους (Μ.Δ):Την ζωγραφική του Χρήστου την πρωταντίκρισα στην πρώτη του έκθεση το 1987. Αυτό που αμέσως με εντυπωσίασε, ήταν η δύναμη της ζωγραφικής παρουσίας των έργων του. Το φως, η χρήση του φωτός, η ειδική ποιότητα της ζωγραφικής του. Για ένα μεγάλο διάστημα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είχα απομακρυνθεί από τον Χρήστο, από αυτά που έκανε. Τον ξαναβρήκα στα «Στοιχειώδη» (Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς, Δεκ. 2013 – Ιαν. 2014). Θεωρώ το έργο αυτό μια κορυφαία στιγμή της ζωγραφικής του. Το σημερινό έργο, η γιορτή, τραβά τα «Στοιχειώδη» μια σκάλα πιο πάνω. Με το που άρχισα να αντικρύζω τα έργα αυτά, ένιωσα το «ξεχείλισμα ψυχής», σε ακόμα πιο άρτια μορφή και ζωγραφική υπόσταση.
CHRISTOS SIMATOS.
Όπως αρθρώνεται η έκθεση, μοιάζει με πορεία αναβαθμών, μία διαδικασία μυητική. Ήταν αυτό στις προθέσεις σας;
Μ.Δ.Κυρίως ήταν στην πρόθεση του Χρήστου, γιατί αυτός το συνέλαβε και το έστησε ως ένα ενιαίο αρθρωτό σύνολο. Οι εκθεσιακές αρθρώσεις του όντως δημιουργούν την αίσθηση μιας προοδευτικής μυητικής διαδικασίας. Εμείς ήρθαμε επικουρικά, τον παρακολουθήσαμε ως «φροντιστές», όπου απαιτήθηκε.
Χρήστος Μποκόρος (Χ.Μ).Τα τελευταία χρόνια πήγα να πω, αλλά… είναι μάλλον πολλά αυτά τα χρόνια. Μετά τη μαθητεία στο πραγματικό έμπλεξα με άλλους πειρασμούς. Τί νόημα έχει η αναπαράσταση; Πώς αποδίδεις παρουσία; Πώς να παρασταθεί το αόρατο; Με τέτοια ερωτήματα, ήδη από τις αρχές του ’90, δεν κάνω ακριβώς ζωγραφικά έργα, πίνακες, αλλά «σύνολα έργων».Είναι η αντανάκλαση της προσωπικής μου αγωνίας αυτογνωσίας.
Ουσιαστικά, όλο αυτό είναι μια μυητική διαδικασία, κατ’ αρχήν για μένα τον ίδιο, μια άσκηση αυτογνωσίας. Αυτό αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο στις τελευταίες εκθέσεις. Το «Αδιάβαστο δάσος» το 2004 και τα «Στοιχειώδη» το 2013 ήταν ήδη κατάδυση αυτογνωσίας. Καταβύθιση στο φως και το σκοτάδι που είχα μέσα μου.
Μετά τη Σχολή Καλών Τεχνών, ήθελα να φύγω, να πάω έξω, στη Γαλλία, αλλά σταμάτησα τη διαδικασία της υποτροφίας, τα παράτησα. Τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς το γιατί, αργότερα κατάλαβα γιατί δεν το έκανα. Δεν ήθελα να μάθω, κατά βάθος, άλλα πράγματα για την τέχνη και την ιστορία της. Ήθελα να βουτήξω στα δικά μου. Αισθανόμουν ότι σ’ εκείνο το πηγάδι που είχαμε στο κτήμα των παιδικών μου χρόνων είχε μείνει ένα κρυμμένο μυστικό, σα να είχα δει βαθειά εκεί μέσα, ένα κομμάτι ουρανό. Ήθελα λοιπόν να βουτήξω μες στο πηγάδι μου για να βρω αυτόν τον ουρανό. Κι αυτό ακόμη ψάχνω.
Γοητευμένος απ’ το ανεξάντλητο φως δεν λογαριάζω τον κόπο. Εκεί, στον πάτο του πηγαδιού φωλιάζει η ανάκλαση του ουρανού, κάτι σαν αυτό που μπορούμε να παραστήσουμε και στη ζωγραφική. Δεν παριστούμε εκεί τον πραγματικό κόσμο, αλλά μια ανάκλασή του. Είναι φασματικό αυτό που συμβαίνει στη ζωγραφική. Αυτό το μυστήριο με συναρπάζει ακόμη, όλη η πορεία προς τα εκεί, μια μύηση στη γνώση και την αγνωσία.
Αυτή η «οδός» τέλος δεν έχει, ούτε πάτο έχει το πηγάδι, ούτε το φως χάνει τη λάμψη του ποτέ μεσ’ στο σκοτάδι. Από ‘κει κάτω αντλώ νάμα ζωοποιό, καθαρό νερό να δροσιστώ, μ’ αυτό αρδεύω ρίζες κι αυτό ανεβάζω να ποτίσω ότι επιθυμώ να δω στο φως της μέρας ζωντανό, αναστημένο.
Παρόλα αυτά, στα «Στοιχειώδη» ήταν εμφανής η πρόθεση για «καθαρή» ζωγραφική. Εδώ, έχουμε μία διάκριση.
Μ.Δ. Όντως εδώ υπάρχει ένα είδος «αμέλειας» της καλής, της «καθαρής» ζωγραφικής, για κάτι άλλο που την ξεπερνά και την ίδια στιγμή που την ξεπερνά της δίνει άλλη υπόσταση και ποιότητα πνευματική. Η «ζωγραφική ατέλεια» είναι ηθελημένη, εμφανέστερη απ΄ότι στα «Στοιχειώδη», αλλά αντισταθμίζεται από κάτι που λειτουργεί απερίγραπτο σε ένα άλλο επίπεδο, σε ένα άλλο βάθος… για όποιον έχει μάτια να δει.
Χ.Μ. Αλλάζεις κολυμπώντας, εκεί στα βαθιά. Κι ενώ πας να βουλιάξεις, απογειώνεσαι. Τι περίεργα πράγματα! Είναι ανάποδη η ζωή, όπως κι εσύ άρχισες την συνέντευξη ανάποδα. Η σχέση μου με τον Μάνο είναι πολύ παλιά, ήδη από την πρώτη μου έκθεση που ήμουνα φοιτητής. Ο Μάνος ήταν γοητευμένος με τη ζωγραφική ζωγραφική. Κι ακόμη είναι. Είναι ο πιο έμμονος λάτρης της ζωγραφικής που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Δηλαδή; Τι εννoούμε όταν λέμε ζωγραφική ζωγραφική;
Χ.Μ.Δε μιλώ για την καθαρή ζωγραφική ως ιδέα, αλλά ως γεγονός∙ ως πραγματική εικόνα που προκύπτει από τη χειρωναξία. Τη χειρωναξία την καταλαβαίνει ως μεγαλειώδη ενέργεια του ανθρώπου.
Εκεί κάπου υπάρχει κάτι κοινό σε μας τους δυό αλλά και διαφορετικό ταυτόχρονα. Εγώ με τη χειρωναξία επιδιώκω να παραστήσω αχειροποίητο νόημα. Αυτό πολλές φορές παρακάμπτει τη ζωγραφική.
Εξηγούμαι: ο περισσότερος χρόνος που καταναλώνω για τη δημιουργία ενός έργου, είναι στην προετοιμασία της επιφάνειας, γιατί συνήθως είναι παλιά ξύλα, παλιά πανιά. Όλα αυτά απαιτούν χειρωνακτική επεξεργασία για να γίνουν επιφάνεια έτοιμη να υποδεχτεί χρώματα και ζωγραφική.
Συνήθως ο χρόνος αυτής της παραγωγής είναι μεγαλύτερος σε διάρκεια από αυτόν της ζωγραφικής. Η ζωγραφική από μόνη της είναι ένα χάρισμα. Έχω από παλιά τη δυνατότητα να ζωγραφίζω έτσι όπως ζωγραφίζω και δε νομίζω ότι έχω βελτιωθεί πάρα πολύ. Ζωγράφιζα προτού πάω σχολείο κι έχω μια καλή οπτική μνήμη. Ξέρω πως μπορεί να παρασταθεί κάτι σε δύο διαστάσεις και λίγο ή πολύ τα καταφέρνω.
Η αναζήτηση όμως της άλλης διάστασης, η καταβύθιση όπως τη λέω, είναι που με βελτιώνει, νομίζω, τουλάχιστον ως προς την αυτογνωσία μου και την κατανόηση του νοήματος σ’ αυτό που παριστώ. Το θέμα μου δεν είναι να παραστήσω μόνο κάτι, αλλά να προσεγγίσω κάποιο βαθύτερο νόημα αυτής της πράξης. Τι κάνουμε στη ζωή; Δεν είναι ζωή μόνο το να ζεις, αλλά και το να δίνεις ένα υψηλότερο νόημα στην ύπαρξή σου μέσα στον κόσμο. Αυτό πάντοτε με απασχολούσε κι αυτή η καταβύθιση προς τα εκεί πάει. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό εννοεί κι ο Μάνος για την απόκλιση αυτής της έκθεσης.
Μ.Δ.Ας πούμε, ένα έργο εμβληματικό - που αν το βάζαμε έτσι μόνο του στην έκθεση, θα μας έπαιρναν με τις πέτρες -, είναι εκείνο το πολύ μικρό, η σκιά («Μνημείο αφανών, η σκιά»). Όταν το είδα – νομίζω και ο Χρήστος, γιατί έζησα την αγωνία του-, σκέφτηκα ότι στο μικρό αυτό έργο έχει ξεπεραστεί η ζωγραφική. Πρόκειται για κάτι άλλο: ενώ παραμένει πολύ κοντά της -ζωγραφίστηκε με το δάχτυλο βουτηγμένο σε χρωστικές- ακτινοβολεί ένα άλλο, πολύ δυνατό, πνευματικό νόημα.
CHRISTOS SIMATOS.
Με αυτό το έργο που επισημαίνετε, δεν μπορώ να μην σκεφτώ το βιβλίο που επιμεληθήκατε με την πινελιά και τη χειρονομία του Μποκόρου (με τίτλο “The Bare Essentials”, 2015). Θεωρώ ότι ως εκδοτικό εγχείρημα είναι μοναδικό στην ιστορία της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής.
Χ.Μ.Πάντοτε, από τότε που τον ήξερα, είναι λάτρης των βιβλίων, όχι μόνο του περιεχομένου, αλλά και της αισθητικής τους παρουσίασης.
Μ.Δ.Εκεί είχαμε την τύχη να έχουμε μαζί μας τον Λυκ Ντερίκ, έναν εξαίρετο Βέλγο εκδότη και σχεδιαστή βιβλίων που άρχισε την διαδρομή του ως ζωγράφος. Ένας πολύ ευαίσθητος δημιουργός που λάτρεψε αμέσως τον Μποκόρο και την τέχνη του. Μαζί με τον φωτογράφο Λαζίζ Χαμανί, πραγματικά τιμήσανε τη ζωγραφική του και τη φιλία μου με τον Χρήστο.
Εκείνο που προσωπικά, με συγκίνησε στη γιορτή είναι το χέρι του ποιητή, σαν τάμα. Έτσι την αντιλαμβάνεστε αυτήν την έκθεση, τέτοιο χαρακτήρα έχει;
CHRISTOS SIMATOSΤο χέρι του ποιητή
Χ.Μ.Η Ελληνική Επανάσταση είναι το αφετηριακό σημείο ύπαρξης της νεοελληνικής υπόστασης. Απ’ αυτό το γεγονός πηγάζει η συνείδηση κοινότητας που μας συνέχει κι ανακινεί το αίτημα ταυτότητας.
Στην αρχή, το έπαιρνα το νήμα από γεγονότα πιο πρόσφατα και κοντινά σ’ εμένα, την ιστορία του πατέρα μου, την Εθνική Αντίσταση, το έπος του ’40, την Μικρασιατική πανωλεθρία -είχα παππού και γιαγιά πρόσφυγες από το σόι της μάνας μου, στα προσφυγικά πέρασα τη μισή παιδική μου ζωή-, όλα αυτά, μαζί με τη γλώσσα κι ό,τι αυτή κουβαλάει απ’ τους αιώνες, είναι τα κομματάκια που συνθέτουν τη νεοελληνική μας ταυτότητα. Διαρρηγμένη και φθαρμένη, όπως τα πολύχρωμα μαδέρια που συνθέτουν την σημαία έξω απ’ την είσοδο της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη.
Πάντα, λοιπόν, τα είχα όλα αυτά στον νου μου με αφετηρία τον ξεσηκωμό του 1821. Αλλά πριν 4 χρόνια, λίγο πριν τελειώσει η αναδρομική στο Μπενάκη της Πειραιώς, άρχισε να σκαλίζει τον νου μου η ιδέα αυτής εδώ της έκθεσης. Δεν ήξερα ακριβώς τί ήθελα να παραστήσω. Ήθελα μόνο να είναι όσο πιο λιτό γίνεται.
Από παιδί αισθανόμουνα να έχω μια σχέση με τον Καραϊσκάκη μέσα από διηγήσεις παλιές του πατέρα μου – μην παρεξηγηθώ, δεν είναι σχέση πραγματικά οικογενειακή, αλλά μυθολογική. Γιος καλόγριας ήταν κι ο απώτατος γνωστός πρόγονος της δικής μου οικογένειας στο Αγρίνιο, που έζησε μάλιστα στο αρματωλίκι του Καραϊσκάκη, στα Άγραφα, στα βουνά της Ευρυτανίας.
CHRISTOS SIMATOS.
Με τον Σολωμό πάλι, είχα μιαν άλλη, πολύ βαθιά σχέση. Όταν άρχισα να τον διαβάζω, «πέταξα» όλες τις άλλες αναγνώσεις και βούτηξα μέσα στο έργο του, σα να βρήκα την πηγή.
CHRISTOS SIMATOS.
Ο Σολωμός και ο Καραϊσκάκης λοιπόν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, είναι οι ρητές και υπόρρητες «υποσκευές» μου. Οπότε, απ’ όλο το γεγονός της Επανάστασης, ήθελα να κυριαρχούν οι δυο τους ως σύμβολα αντίστοιχα του Ομήρου και του Αχιλλέα. Δεν υπάρχει στον νου μου ο ένας χωρίς τον άλλο.
CHRISTOS SIMATOS.
Όλη αυτή η μυθολογία θέλω να πω ότι είναι ποιητική, δεν αντανακλά ακριβώς το πραγματικό γεγονός. Δεν μου αρκεί ακριβώς το πραγματικό γεγονός, χρειάζεται κάποια μετάπλαση για να αναχθεί σε σύμβολο, να αποκτήσει συλλογική αξία. Ήθελα λοιπόν κάτι λιτό, αλλά όχι κι εντελώς αφηρημένο. Ήθελα κάτι πραγματικό, ουσιαστικό, μια παρουσία. Να σε συγκινεί και να σε συνεπαίρνει. Να μπαίνει απ’ τα μάτια και να φωλιάζει στα σπλάχνα, στην καρδιά ν’ ανεβαίνει.
Με βοήθησε η «καταγωγική» σχέση με τον Καραϊσκάκη κι έτσι έφτασα και στη Δόξα που είναι εκεί πάνω. Μία μαυροφόρα γυναίκα, χαροκαμμένη, κάποια που έχει χάσει κόσμο! Αυτό το έχασε κόσμο και ραίνει δαφνόφυλλα, δεν σημαίνει για μένα μια θεϊκή μορφή, λαμπερή, λυγερόκορμη που σκορπίζει φύλλα και λουλουδάκια. Ήθελα έναν άνθρωπο δικό μας, μία πονεμένη ψυχή να δοξάζει. Τι δοξάζει ο κόσμος; Πώς δοξάζουμε τον πόνο, την απώλεια, τον ηρωϊσμό; Πώς κάνουμε έργο απ’ το αίμα το χυμένο; Τί γιορτή να στηθεί στη θυσία; Γι’ αυτό και ο τίτλος γιορτή, γράφτηκε με πεζό το αρχικό γράμμα της λέξης.
Πώς ορίζεται η γιορτή; Θα ήθελα να μας το εξηγήσετε.
Χ.Μ.Σ’ αυτή τη γιορτή «γιορτάζουμε» το αίμα που μας συνέχει. Τη θυσία. Καταγωγική ελληνική συνθήκη και νοοτροπία η τραγωδία κι η χαρμολύπη. Δεν υπάρχει χαρά χωρίς λύπη. Πρέπει να περάσεις απ’ το σκοτάδι πριν φτάσεις στο φως, δεν παρέχεται άκοπα κι ανώδυνα η λύτρωση. Χρειάζεται «εις Άδου κάθοδος» για να βρεθείς στην Ανάσταση. Εδώ, μια χαροκαμμένη ρίχνει δαφνόφυλλα στο άδειο τραπέζι της γιορτής. Παρίσταται μόνο ένα αρνάκι να μας κοιτάει και κάπου απέναντί του ένα μαχαίρι. Όλα αυτά μαζί ήταν η πρώτη ιδέα.
Ήθελα ένα πορτρέτο ευγενικό του Σολωμού, ένα δαιμονισμένο, σκοτεινό του Καραϊσκάκη και μια θλιμμένη δόξα μαυροφόρα.
Η γυναίκα της δόξας είναι η μάνα του πατέρα μου νέα, μαυροφόρα, δεν την είχα γνωρίσει ποτέ, πέθανε όταν ο πατέρας μου ήταν εφτά χρόνων. Έφτιαξα περισσότερα από 5 πορτρέτα του Καραϊσκάκη και του Σολωμού, δεν ήξερα ποιο να διαλέξω…
CHRISTOS SIMATOS.
Μ.Δ.Επεμβαίνω, γιατί αν δει κανείς τις πρώτες απόπειρες, ήταν πολύ εντυπωσιακό, δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Ξαφνικά, με τον πρώτο ίσκιο του Καραϊσκάκη, άρχισε να μπαίνει ο γνώμονας και η κατεύθυνση.
Χ.Μ.Επάνω σε ένα παλιό ξύλο, είχα αρχίσει να ζωγραφίζω τον Καραϊσκάκη με εμφανή τα χαρακτηριστικά του. Ύστερα άρχισα σιγά-σιγά να τα αφαιρώ, έγινε μαύρο, μόνο το σαράκι και το σκοτάδι απόμειναν πάνω στο ξύλο.
Μ.Δ.Αυτό που συγκινεί είναι το πώς αφαιρώντας την ζωγραφική ο ζωγράφος δημιουργεί υπόσταση. Ο Καραϊσκάκης είναι ένας ίσκιος «υποστατικός» κι αυτό, νομίζω, είναι συγκλονιστικό, από ζωγραφική άποψη. Πώς μπορεί η ζωγραφική, αρνούμενη κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό της, να δημιουργεί εικόνα με αυτής της έντασης παρουσία, ποιότητα και πειθώ!
Αντίστοιχα, το περίγραμμα του Καραϊσκάκη στο μαύρο με τη φωτεινή γραμμή είναι αποκαλυπτικό.
CHRISTOS SIMATOS.
Χ.Μ.Σ’ αυτό το έργο ήθελα ν’ αποδώσω κάτι που είχα κάνει και στα «Στοιχειώδη». Τη χαρακιά της πόρτας, το φως πίσω από το σκοτάδι. Να μην είναι φωτοστέφανο ακριβώς -όλα άλλωστε εκεί μέσα μοιάζουν με εικονίσματα- αλλά μια μαχαιριά από φως που περιγράφει τη μορφή. Σα να γρατζουνάς το σκοτάδι και να βγαίνει το φως στο περίγραμμα του ανθρώπου. Αυτό ήταν το ζητούμενο.
Και το αμέσως επόμενο έργο είναι άσπρο, κάτασπρο, σαν ασβεστωμένος τοίχος, με μια γραμμή από κάρβουνο. Σαν «κάθαρση» όλης της αγωνίας και του αγώνα, να γίνεται μια μονοκοντυλιά στον τοίχο. Αντίστοιχα, για τον Σολωμό, δεν μου αρκούσε το περίγραμμα. Γινόταν αποκαλυπτικός ο Σολωμός με το χέρι στη θέση της καρδιάς. Το χέρι που έγραψε ό,τι έγραψε το ενέθεσα στα περισσότερα πορτρέτα, χρυσοκεντημένο όπως αυτά των επιταφίων.
Ήθελα να πω, όμως, ότι και οι δύο φιγούρες βγήκαν σαν παραστάτες αρχάγγελοι. Σαν εικονίσματα ή φρουροί αρχαίων τάφων. Δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Ο Μάνος ήταν ενθουσιασμένος με όλα, αλλά εγώ – κολλημένος στην πρώτη ιδέα – έπρεπε να διαλέξω ένα και δεν μπορούσα. Ένα βράδυ, ανέβηκα για ύπνο με τα παιδιά, αλλά δεν έκλεινε το μάτι. Αργά τη νύχτα κατέβηκα κάτω στο εργαστήριο.
Είχα 2-3 μέρες να ζωγραφίσω, δεν ήξερα τι να κάνω κι είχαν ξεραθεί τα χρώματα στην παλέτα. Αυτό, λοιπόν, το μικρό ξυλαράκι που έχει τώρα πάνω του ζωγραφισμένη την σκιά, το είχα βγάλει ψάχνοντας κάτι τις προηγούμενες μέρες και το ΄χα αφήσει κάπου εκεί στον πάγκο. Μου το είχε δώσει ένας αγιογράφος στο Αγρίνιο πριν από 40-45 χρόνια,το είχε βρει πεταμένο και το είχε ξύσει για να το στιλβώσει και να το ξαναζωγραφίσει, το μετάνιωσε, μου το άφησε.
Χρόνια το κουβαλούσα γοητευμένος αλλά χωρίς να ξέρω τι να το κάνω. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, το ‘πιασα ξανά και με το δάχτυλο, πήρα λίγο από τα ξεραμένα χρώματα, μαύρο και σκουριά, κι έκανα αυτή τη σκιά μέσα σε λίγην ώρα. Όταν το είδα γονάτισα! Αυτό είναι το έργο, είπα: η σύναξη των αφανών είναι εδώ! Και μάλιστα εγκόλπιο, μικρό, να το ‘χεις στην αγκαλιά φυλαγμένο. Όλα τ’ άλλα είν΄άχρηστα, να τα πετάξω! Θέλω όλη την αίθουσα μαύρη, σκοτεινή, να βάλω αυτό το μικρό στο βάθος και να διανύεις τη σκοτεινή απόσταση μέχρις εκεί κι αυτό να’ναι όλο κι όλο η τιμή και η προσκύνηση. Αυτό είναι το μνημείο, τίποτε άλλο! Πήρα την άλλη μέρα το πρωί τον Μάνο, ενθουσιάστηκε κι αυτός. Συμφωνήσαμε βέβαια ότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν υπερβολικό.
Μ.Δ.Εκεί επάνω, είπαμε ότι πρέπει να γίνει κάτι αντίστοιχο ακριβώς απέναντι, με το αίμα.
Σε αυτό το έργο, ήρθε στο νου κάτι που λέτε συχνά, πως κι εμείς εκτιθέμεθα απέναντι στο έργο.
Μ.Δ.Ακριβώς, αυτή ήταν και η πρόθεση, ο ίσκιος μας, των περαστικών θεατών, θαμπός στον καθρέφτη.
..
Εμείς που φανερωνόμαστε μπροστά στο έργο, είμαστε σε θέση να προσλάβουμε το μήνυμα της εθνεγερσίας;
Χ.Μ.Αναρωτιέμαι αν είμαστε σε θέση να προσλάβουμε το εμείς. Όταν θα είμαστε σε θέση να το ορίσουμε, θα μπορούμε ίσως να προσλάβουμε οτιδήποτε μας ορίζει. Αλλά, ποιοί εμείς;
Μ.Δ.Αποκαθηλώσαμε το «εμείς» και στη θέση του ανεβάσαμε ένα περίεργο, αίολο και αστήρικτο «εγώ». Με τυμπανοκρουσίες και σημαιοστολισμούς. Κι αυτό είναι πλέον εδώ, κτήμα πολιτισμού αλαλάζον, στείρο, ανίκανο να παραγάγει νόημα και περιεχόμενο. Το βλέπουμε στην πανδημία. Πεθαίνουν καθημερινά 30- 40 άνθρωποι την ημέρα και δεν τους μνημονεύει κανένας. Καταγράφονται ως «απώλειες». Ζωές που δεν σημαίνουν. Σημαίνει περισσότερο η επιστροφή μας σε μια «απωλεσθείσα» καθημερινότητα που την βαφτίσαμε «ζωή».
Χ.Μ. Οι ήρωες έχουν αποκαθηλωθεί από τους τοίχους των σχολείων. Εγώ τους ξαναβάζω στο εικονοστάσι για κατ’ ιδίαν θέαση.
CHRISTOS SIMATOS.
Τι έφερε, λέτε, την αποκαθήλωση;
X.M.Όλα τα προτεινόμενα από την ισχύουσα τάξη πραγμάτων αποβλέπουν στο μέλλον ως να είμαστε παρθενογέννητοι. Δεν θέλουνε γονείς, προγόνους, θέλουνε εμείς με τα γκατζετάκια του πολιτισμού, αυτάρκεις, εξαρτημένοι μόνον απ’ τις πρίζες, να πάμε στο μέλλον.
Τώρα, ποιος παρέχει τις πρίζες, ποιος φτιάχνει τα αξεσουάρ του πολιτισμού μας, δε μας πολυαφορά, αρκεί να περνάμε καλά. Τι να τους κάνει αυτή η επιθυμία τους ήρωες; Να συγκρίνεται με κάτι υψηλότερο απ’ αυτήν που την υπερβαίνει;
Ο Καστοριάδης είχε μιλήσει για την ασημαντότητα στην εξουσία, τώρα έχουμε την κυριαρχία της. Τίποτε δεν πρέπει να ξεπερνά τη μετριότητα! Αυτός είναι ο ρυθμός και το μέτρο: καθένας δικαιούται να κάνει τα πάντα, ότι θέλει. Όλοι μπορούν να κάνουνε τέχνη, όλοι μπορούν να τραγουδάνε, όλα είναι πολιτισμός! Τι σημαίνει όμως αυτό; Ευτελισμός και κατάργηση του κριτηρίου. Όλα είναι δυνατά αλλά τίποτε δεν αξίζει.
Μ.Δ.Στο πρώτο επίπεδο, το πιο απτό, αυτό της ζωγραφικής -πέρα από τους συμβολισμούς – βλέπεις το σχεδόν ανεικονικό και το απόλυτα παραστατικό σε περιχώρηση, κι αυτή παράγει μια ιδιαίτερη, πολύ υψηλή ποιότητα. Παράδειγμα, το μαχαίρι: από τα πιο ωραία -ζωγραφικά- μέρη του έργου. Η πνευματικότητά του απορρέει αφενός από την αριστοτεχνική ζωγραφική, αφετέρου από την οργάνωση του κενού γύρω της και από την ποιότητα του χειρωνακτικού της υπόβαθρου.
CHRISTOS SIMATOS.
Αυτού του είδους τα έργα, πέραν του θέματος, στέκονται πατώντας γερά στο μεταίχμιο της αισθητικής και της ηθικής. Το αισθάνεσαι απλά κοιτώντας τα. Μπροστά τους αισθάνεσαι ότι το αισθητικό και το ηθικό είναι ένα.
Το επισημαίνω για να πω ότι το έργο δυσκολεύεται με τις ετικέτες. Τί ετικέτα να βάλεις στον Μποκόρο; Όταν ανοίγεις τα μάτια σου στον κόσμο και τον «ρουφάς» με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη, γιατί αυτό κάνει ένας άνθρωπος που κάνει παραστατική ζωγραφική υψηλών αξιώσεων, αυτό που εν τέλει φτιάχνεις αποπνέει θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη.
Όταν ακολουθείς άλλες διαδρομές, μέσα από διαθλάσεις και κατασκευές του νου ενός υποθετικού εαυτού, προοδευτικά χάνεις το ασφαλές κριτήριο. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη σημασία του βλέμματος: ο άνθρωπος που βλέπει πραγματικά, φυσικά, αδιαμεσολάβητα, σιγά σιγά μαθαίνει να διακρίνει, να συγκρίνει, να κρίνει και να προκρίνει. Αυτό έχει αυτονόητες πολιτικές προεκτάσεις.
Σολωμός και Καραϊσκάκης, ο ποιητής και ο ήρωας-ολετήρας. Ο Χρήστος ζει με το σκιόφως τους πολλά χρόνια. Η σύνδεσή του μαζί τους είναι βαθειά και βιωματική. Η ζωγραφική του στο βάθος θέλει να τους αναστήσει. Να μας τους αποδώσει ως υποστάσεις και παρουσίες σύγχρονες.
Ο Μαλρώ έλεγε ότι η μεγάλη τέχνη είναι αυτή που καταφέρνει να μας κρατάει συντροφιά έξω και πέρα από τον χρόνο. Είναι περίεργο πράγμα, εκεί μέσα μπαίνεις, και καθώς προχωράς, αισθάνεσαι γύρω σου -οδηγούς και παραστάτες- μια παράξενη συντροφιά: τον Σολωμό, τον Καραϊσκάκη, τη γιαγιά Πιπίνα και ένα κατάλευκο αρνάκι. Έξω και πέρα από τον χρόνο.
Χ.Μ.Τα δύο πρώτα έργα, το φως και το σκοτάδι, είναι τα «χτένια» του αργαλειού, δύο εργαλεία που τα έβαλα να υφαίνουνε φως και σκοτάδι. Η ιστορία είναι φως και σκιά, όπως και η ζωή μας, σκοτεινές και φωτεινές στιγμές. Κι η ίδια η ζωγραφική, φως και σκιά συνθέτει. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που βλέπεις μπαίνοντας στη μισοσκότεινη αίθουσα. Αριστερά του φως χρυσοστιλβωμένο σε ένα μικρό σκαφτό ξύλο και δεξιά του σε αντίστοιχο ξύλο μαύρο, το σκοτάδι. Μέσα, στον κυρίως χώρο, είναι σκιές αναστημένες, επιφανών και αφανών. Η σκιά και το αίμα τους. Πρέπει να περάσεις μέσα από αυτά για να φτάσεις στο χώρο της γιορτής… που είναι άδειος, αλλά μας χωρά όλους!
CHRISTOS SIMATOS.
Ο Χρήστος Μποκόρος, στα 65 του χρόνια, έχει κρατήσει το βλέμμα του στραμμένο στο νερό του πηγαδιού. Ξέρει πια καλά, πως τον ουρανό δεν πρόκειται να τον «μαζέψει», μα δεν εγκαταλείπει. Με την ίδια παιδική προσήλωση, μιλά συχνά για την ανάγκη μιας κοινότητας, όπου όλοι θα ομονοήσουμε σε κάτι υψηλό. Αυτό το κοινό έδαφος, ο Μποκόρος το ονειρεύτηκε και το πέτυχε στη «γιορτή». Μας δώρισε μια έκθεση που είναι πυκνωτής ευαισθησίας, χωρίς να μας γυρίζει στην ιστορική μας αφετηρία αναχρονιστικά· μας εκτοξεύει μαζί της μακριά και ψηλά, σημασιοδοτώντας την από το παρόν μας.
Την έκθεση επιμελήθηκαν οι Μάνος Δημητρακόπουλος και Κωνσταντίνος Παπαχρίστου. Το γεγονός συνδιοργανώνεται με την Εταιρεία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ), στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας 1821-2021, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Συνοδεύεται από αναλυτικό κατάλογο.
CHRISTOS SIMATOS.
Γράφει ο Γιώργος Μυλωνάς
Πηγή: HUFFPOST